- καρκαλέτσος
- καρκαλέτσος, ο και καρκαλέτσι, τοείδος ακρίδας: Γέμισε ο κήπος καρκαλέτσους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρκαλέτσος — ο και καρκαλέτσι, το 1. είδος ακρίδας 2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωπος ψηλός και ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. karkalets] … Dictionary of Greek
Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… … Dictionary of Greek